διαβρωσιγενής

διαβρωσιγενής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που είναι αποτέλεσμα διάβρωσης: Στο βουνό υπάρχουν πολλές διαβρωσιγενείς κοιλάδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαβρωσιγενής πεδιάδα — Όρος της γεωμορφολογίας με τον οποίο χαρακτηρίζεται μια περιοχή που εξομαλύνθηκε και ισοπεδώθηκε από τη διάβρωση και παρουσιάζει επιφάνεια ελαφρώς επικλινή και ανισόπεδη. Γενικά, η δ.π. είναι μια μορφή προχωρημένης διαβρωτικής ενέργειας, κατά την …   Dictionary of Greek

  • πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… …   Dictionary of Greek

  • όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… …   Dictionary of Greek

  • Βίκου, φαράγγι — Άγρια και απότομη, σεισμογενής και διαβρωσιγενής χαράδρα στην Ήπειρο, που αρχίζει από το κεντρικό Ζαγόρι, ανάμεσα στη Βίτσα και στο Κουκούλι, και καταλήγει κοντά στο Πάπιγκο του δυτικού Ζαγορίου. Τη χαράδρα διαρρέει ο παραπόταμος του Αώου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”